- ενάμαρτος
- -η, -ο (AM ἐνάμαρτος, -ον)ο γεμάτος αμαρτίες, αμαρτωλός, ένοχος, εναμάρτητοςαρχ.1. εσφαλμένος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνάμαρτονη ροπή προς την αμαρτία.επίρρ...εναμάρτωςεσφαλμένα, όχι ορθά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνάμαρτος — faulty masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάμαρτον — ἐνάμαρτος faulty masc/fem acc sg ἐνάμαρτος faulty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναμάρτοις — ἐνάμαρτος faulty masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναμάρτου — ἐνάμαρτος faulty masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναμάρτους — ἐνάμαρτος faulty masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)